-
1 χειμέριος
A wintry, stormy,ἄελλαι Il.
l.c.;νιφάδες 3.222
:ὕδωρ 23.420
; , Pi.P.6.10, E.Hel. 1481 (lyr., nowhere else in E., never in A.); (lyr.);ἄνεμοι Democr.14
; ὥρη χειμερίη the wintry or stormy season, Od.5.485, Hes.Op. 494;ἦμαρ χ. Il.12.279
, Hes.Op. 524, 565 (pl.);νύξ Emp.84.2
, Pi.O.6.100;νὺξ χ. ὕδατι καὶ ἀνέμῳ Th.
l.c.;χ. πῦρ Pi.P.4.266
; οἱ χειμεριώτατοι μῆνες the most wintry months, Hdt.2.68; τὰς χειμεριωτάτας [ἡμέρας] Arist.HA 599a24; soχ. κατὰ μῆνα Simon.12
; ἦρ χ. a stormy, cold spring, Hp.Aër.10; ἀκτὰ κυματοπλὴξ χειμερία a shore stricken by the wintry waves, S.OC 1241 (lyr.); neut. pl. as Adv.,χειμέρια βροντᾷ Ar.Fr.46
; ἐν χειμερίοις in cold places, opp. to ἐν ἀλεεινοῖς, Arist.HA 613b2; ἐὰν ἴδωσι.. χειμέρια stormy weather, ib. 614b21;χ. αἱ σύνοδοι τῶν μηνῶν μᾶλλον ἢ αἱ μεσότητες Id.GA 738a21
. Adv. ίως in wintry fashion, Hp.Epid.4.7.2 metaph., χ. λύπα raging pain, S.Ph. 1194 (lyr.); χ. τὰ πράγματα, punningly, Ar.Ach. 1141.—Correct writers use χειμέριος = wintry, stormy, χειμερινός (opp. θερινός) = in winter-time, in the winter season, but later authors neglected this distinction, χειμερίῃσι (sc. ὥραις) Nic.Al. 623;χειμέριοι τροπαί App.BC2.48
, 52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειμέριος
-
2 συν-νέφω
συν-νέφω, = συννεφέω; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, finster aussehn, D. Cass. 55, 11.
-
3 βροντάω
A thunder,Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε Od.14.305
, cf. Il.8.133;βροντᾶν οὐκ ἐμὸν ἀλλὰ Διός Call.Fr. 490
; so Βροντῶν, title of Zeus in Phrygia, JHS5.258, etc. (but βροντῶν θεός, = Jupiter Tonans, IG14.982, cf. D.C.54.4): metaph. of Pericles, Ar.Ach. 531, cf. V. 624; of a seller asking too high a price, Herod.7.65.2 impers., χειμέρια βροντᾷ it thunders, Ar.Fr.46; βροντήσαντος if it thunders, Arist.HA 610b35.II [voice] Pass., to be thunderstruck, Id.Div.Somn. 463a13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροντάω
См. также в других словарях:
χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… … Dictionary of Greek
συννέφω — και αττ. τ. ξυννέφω Α 1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῑς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῑσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ. β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συννέφει ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά… … Dictionary of Greek